Στο άκουσμα του ονόματος του Μενελάου, η Κασσάνδρα αρχίζει να τρέμει, τρομοκρατημένη από το όραμα που εμφανίστηκε εμπρός της: η αίθουσα του δείπνου έχει εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της σε μια φλεγόμενη θάλασσα που χτυπά τα βράχια και απειλεί να καταποντίσει τα ανάκτορα. Μακριά, πολύ μακριά πέρα από αυτή τη θάλασσα, ακούει την αγωνιώδη φωνή του πατέρα της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]