Ζεσταμένες από το ρόφημα, που έπιναν στο πόδι, οι μαθήτριες έβγαιναν στο παγερό ξημέρωμα της αττικής ημέρας και βαδίζοντας γρήγορα πήγαιναν σαν ένα κοπάδι παράξενα πλάσματα προς την κατεύθυνση του μεγάλου νοσοκομείου. Οι δρόμοι έρημοι χωρίς τροχούς, το προάστιο είχε τα παράθυρα κλειστά κι απολάμβανε τα όνειρα της αυγής. Οι Αμπελόκηποι με κήπους τότε και κληματαριές, σανατόρια και νοσοκομεία μέσα στο πράσινο. Χωρίς να σκέφτονται αφήνονταν στο οκτάωρο που ήδη είχε αρχίσει να τις κατευθύνει αμείλικτο. Και γιατί να σκέφτονται; Όλα ήταν προγραμματισμένα και καταγραμμένα... Η Βικτωρία Θεοδώρου περιγράφει με τρυφερότητα και αγάπη την ζωή των νεαρών κοριτσιών στη μεταπολεμική Αθήνα που προσπαθούν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους και να ζήσουν την δική τους ζωή.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]