Ευχόταν το λυτρωτικό αλληλούια. Στις στιγμές της έμπνευσης, έπαιρνε το χρώμα από τα σύννεφα, την ομίχλη, τα βουνά, τη φουρτούνα ή τη γαλήνη της θάλασσας. Άγγιζε τη βροχή και το χιόνι, το ζεστό ή τον παγωμένο αέρα, την ηρεμία του κάμπου, το φως του φεγγαριού, το σκοτάδι της νύχτας. Αγωνιούσε με τις ακτίνες του ήλιου, με το πέταγμα και τις μουσικές συνθέσεις των πουλιών ή του ανέμου, με τα χρώματα των λουλουδιών. Νόμιζε ότι άκουγε τα ξέγνοιαστα γέλια ερωτευμένων νέων κι ένα χαμόγελο χάραζε στα πικραμένα του χείλια στη σκέψη ότι αγάπησε. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]