Οι Αλανιάρηδες είναι το πιο ολοκληρωμένο έργο του Βουτυρά στην κατηγορία της «αλητογραφίας» ή της «ταβερνοφαγίας», όπως ονομάσθηκε. Ωστόσο, το πλαίσιο του έργου δεν είναι τα περιθωριακά στρώματα, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά ολόκληρο το ελληνικό προλεταριάτο της πρώτης εικοσαετίας του αιώνα μας, που ήταν ένας κόσμος ρευστός και ασαφής στο εσωτερικό του. Στη νουβέλα ο Βουτυράς αποτυπώνει σε πρώτο επίπεδο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μποέμικης αργοσχολίας, αλλά υφαίνει ταυτόχρονα στο φόντο και «δένει» με την ιστορία του τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας των αρχών του αιώνα: οι όρνιθες στο φτωχόσπιτο που θα χρησιμεύσουν ως τελευταία εφεδρεία διατροφής, το μεσιτικό γραφείο που δεν έχει προσφορά εργασίας, το εργατικό καφενείο και ο «εργατικός» που παίρνει «μικροδουλειές εργολαβία», η μισοβιομηχανική εποχιακή εργασία του ήρωα, ο χειμώνας που στη διάρκεια του «οι δουλειές κλείνανε...», η προοπτική της μετανάστευσης κ.λ.π. Ο πλούτος των «Αλανιάρηδων» μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι ο Βουτυράς κατάφερε να εγγράψει τον ψυχισμό και τις πιο μικρές αποχρώσεις της ανθρώπινης ατομικότητας, την ιδιαιτερότητα των οποίων δεν αναιρεί η υπαρξιακή γενικότητα της φτώχειας, μέσα σε μια κοινωνική τοιχογραφία, της οποίας την πιστότητα δεν αναιρεί η υπαινικτική σκιαγράφησή της.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]