Από το Παρίσι στο Λονδίνο του μεσοπολέμου, ο Τζωρτζ Όργουελ αποκαλύπτει τον κόσμο της απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης. Μένει νηστικός για κάμποσες μέρες· εργάζεται υπό άθλιες συνθήκες για πενταροδεκάρες· μαθαίνει να ζει, να κοιμάται και να καπνίζει με μισή κορώνα τη μέρα· μαζεύει γόπες από τα πεζοδρόμια· επιβιώνει με `τσάι και δύο φέτες ψωμί`· κοιμάται στο πάτωμα με μόνο μαξιλάρι τα παπούτσια του, σε παγκάκια και σε κοιτώνες άστεγων. Μαζί με τον Πάντυ, τον αλήτη, και τον Μπόζο, τον ζωγράφο πεζοδρομίων, περιπλανιέται από κοιτώνα σε κοιτώνα στους δρόμους του Λονδίνου. Ενώ με τον Μπορίς, πρώην Ρώσο λοχαγό, τριγυρίζουν στο Παρίσι ψάχνοντας για δουλειά και βάζοντας ενέχυρο τα υπάρχοντά τους για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 1933, ο Όργουελ περιγράφει και βιώνει τον κόσμο αυτών που `δεν έχουν`. Όταν δεν έχεις πλέον τίποτα, όλες οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, καθώς η εξασφάλιση τροφής και στέγης αποτελούν πλέον μοναδική προτεραιότητα. Ο συγγραφέας φέρνει στο φως ένα άγνωστο μέχρι τότε στρώμα της κοινωνίας και για πρώτη φορά δίνει πρόσωπο και φωνή στη φτώχεια. Το βιβλίο αυτό, με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε ο Όργουελ, είναι γραμμένο με χιούμορ και καυστικότητα αλλά και προβληματισμό για τον κόσμο των `άλλων`, μέλος του οποίου για κάποιο διάστημα υπήρξε και ο ίδιος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]