Το 1980, όταν επεξεργαζόμουν τον πρώτο σύντομο Οδηγό του Μουσείου, κατέβαλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να αρθρώσω ένα απέραντο υλικό σε επί μέρους κεφάλαια, με εύληπτο εσωτερικό ειρμό. Η διάταξη των αντικειμένων στηριζόταν, τότε, στις αρχές της κατά είδη συγκρότησης των εκθετικών ενοτήτων, πράγμα εντελώς αντίθετο προς τις μουσειολογικές μου απόψεις. Σήμερα, με την επέκταση και τη ριζική ανάπλαση των κτιριακών εγκαταστάσεων, κυρίως όμως με τον αναπροσανατολισμό των μουσειακών στόχων, αλλά και με τη ριζική αλλαγή του εκθεσιακού πνεύματος, η διαδρομή του επισκέπτη από τη μία αίθουσα στην επόμενη και από τη μία εκθετική ενότητα στην άλλη, γίνεται πολύ πιο αβίαστα και ομαλά, έτσι ώστε, στη σύνταξη του νέου Οδηγού, η υποχρεωτική πυκνότητα της διατύπωσης να μην απαιτήσει την αντικαταβολή μεγάλου πνευματικού κόστους. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]