VIII
Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο· ισόγειο
είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν,
τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος
μου φωνάζει οργισμένος: "Χαμήλωσε τη μουσική·
υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος
εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!".
(από την ενότητα "Εκδοχές του τέλους, I-XVII")
Η φωνή της, στο τηλέφωνο, ήταν τόσο γλυκιά,
τόσο ζεστή, τόσο φρέσκια, που του` ρχότανε
να φάει το ακουστικό.
Τό`φαγε κι ήτανε γλυκό κι αφράτο σαν τσουρέκι.
Τώρα, η φωνή της ηχεί, μέσα στα σπλάχνα του,
ακόμη πιο γλυκιά, ακόμη πιο ζεστή, ακόμη πιο
φρέσκια.
(από την ενότητα "Παίγνια και σάτιρες")