Τώρα, καθώς περπατούσα μέσα στη σπηλιά που σχημάτιζαν οι φτελιές,εκείνη ήταν εκεί ολοζώντανη κι αυτή είναι η αληθινή αθανασία.Το σκάλισμα συνεχιζόταν πάνω και κάτω και γύρω και πάνω και κάτω, ένα φίδι χωρίς κεφάλι ή ουρά, χωρίς αρχή ή τέλος. Για πρώτη φορά το είχα πάρει μαζί μου - για να διώξει το κακό; Για να μου φέρει τύχη; Δεν πιστεύω στη μοίρα και η αθανασία μού φαινόταν πάντα σαν μια νοσηρή υπόσχεση προς τους απογοητευμένους. Το φωτισμένο περίγραμμα της ανατολής ήταν ο Ιούλιος, γιατί ο Ιούνιος είχε φύγει μαζί με τη νύχτα...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]