«. . .Το χέρι της μ’ αναζήτησε και τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό μου. Ανασηκώθηκα λίγο, τράβηξα τα σκεπάσματα πάνω μας και ξάπλωσα πάλι προσπαθώντας να μαζέψω τα κομμάτια μου από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Να συσπειρώσω και να συγκολλήσω το σώμα μου. Η Άρτεμη έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου. Δίπλωσα το χέρι μου και το ακούμπησα στον ώμο της. Δε μιλούσαμε. Όσα έπρεπε να ειπωθούν είχαν ήδη ειπωθεί. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Στον ύπνο μου τραγουδούσα μπαλάντες τροβαδούρων, βυζαντινά τροπάρια και στιχάκια από αρχαία τραγούδια του κλύδωνα. . .»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]