Ο Θεός ήταν κουρασμένος. . . Έβλεπε τη γη του και πώς είχε καταντήσει. . . Οι άνθρωποι τον είχαν προδώσει. Αποφασίζει, λοιπόν, να στείλει στη γη ένα Θεό καινούριο, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους, το Θεό που θα τους άξιζε. Έσκυψε τότε στη γη κι έκανε εμετό. Πάνω σ’ ένα ελληνικό νησί. Το ελληνικό νησί, μικρόκοσμος της σημερινής Ελλάδας και γενικότερα του σύγχρονου πολιτισμού, ένας πύργος της Βαβέλ, όπου οι γλώσσες, οι ανθρώπινες σχέσεις, τα φύλα συγχέονται. Ο Μανόλης, ο νέος Μεσσίας, περνάει σ’ αυτό το χώρο σαν υπνοβάτης, αγνοώντας μέχρι τέλους τη θεϊκή του φύση. Σαν υπνοβάτες, εξάλλου, περνούν και όλα τα άλλα πρόσωπα. Μία απεικόνιση του διαλυμένου κόσμου μας, αιχμηρή και απεγνωσμένα κωμική, όμως γεμάτη συμπόνια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]