Ο δράκος που τον έλεγαν Μουστά Αβηράμ ήταν δυνατός και κακός, μα πάντα αφόρητα διψασμένος. Τόσο διψασμένος που έπινε όσο νερό υπήρχε στο νησί. Έτσι, όταν οι διψασμένοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ν` απαλλαγούν απ` αυτόν, τα ζωντανά του δάσους, ξεσηκωμένα από τη Χούλα, την πολύ όμορφη βατραχούλα, αποφάσισαν να τον διώξουν. Για το σκοπό αυτό, η κυρα - Κουρτώ η γριά χελώνα ταξίδεψε στον ουρανό, η κυρα - Μαριώ η αλεπού έτρεξε καβάλα στο πιο παράξενο υποζύγιο, ο Κάτης το αγριόγιδο της έδωσε μαθήματα για να μη φοβάται τους γκρεμνούς, ο Σακκάς ο πελεκάνος μεταβλήθηκε σε ιπτάμενη υδροφόρα και οι κραυγές των βατράχων αποδείχθηκαν πολύ, μα πάρα πολύ χρήσιμες. Τα κατάφεραν, τελικά; Μήπως και οι αδύνατοι, αν είναι αποφασισμένοι και μονοιασμένοι, μπορούν να βγουν νικητές;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]