«Οι τοίχοι της μικρής καμαρούλας του τον κοίταζαν με ύφος γνώριμου προσώπου -τοίχοι σκονισμένοι, τοίχοι με πράσινο ακάθαρτο χρώμα, καπνισμένοι- καθώς και ο κομός του από ακαζού, οι καρέκλες του από ξύλο μίμηση ακαζού, το κόκκινο βαμμένο τραπέζι του, το τούρκικο ντιβάνι του από κόκκινο μολέσκιν με τα πρασινωπά λουλουδάκια, όπως και τα ρούχα του, που τα έβγαλε χθες βιαστικά-βιαστικά και τα έριξε μ` αφροντισιά στο ντιβάνι. Τέλος, το γκρίζο φθινοπωρινό φως, θλιμμένο και μουντό, μπήκε στο δωμάτιό του, ανάμεσα από το θαμπό παράθυρο, με τόση κακία και με μορφασμό τόσο πικρό, ώστε δεν του έμεινε πια καμία αμφιβολία του κυρίου Γκολιάντκιν. Δεν βρισκότανε σε φαντασμαγορικό βασίλειο, μα στην Πετρούπολη, στην πρωτεύουσα, στην οδό Σεστιλαβοτσνάια, στο τέταρτο πάτωμα ενός πελώριου σπιτιού και στο διαμέρισμά του».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]