Τι θέση έχουν τα συναισθήματα στην πολιτική; Πρέπει να τα αποκλείσουμε από κάθε περιγραφή του πολιτικού φαινομένου, όπως πρότεινε ο Μαξ Βέμπερ; Ποιο ρόλο πρέπει, ειδικότερα, να δώσουμε στη συμπόνια για τα βάσανα και τις οδύνες του άλλου άνθρωπου; Η καλοσύνη, η ευσπλαχνία, η αγάπη, όταν εισέρχονται στο πεδίο της πολιτικής, δεν έχουν άραγε άλλη μοίρα εκτός από την εργαλειοποίησή τους από την εξουσία; Εμβριθής αναγνώστρια του Αριστοτέλη, του Τοκβίλ και του Ρουσσώ, η Μυριάμ Ρέβω ντ` Αλλόν διερευνά, στο μικρό αλλά πλούσιο αυτό βιβλίο, τις ανθρωπολογικές και ηθικές προϋποθέσεις της έλλογης πολιτικής πράξης και το ρόλο ειδικότερα των φιλάλληλων συναισθημάτων σε αυτή.
Αν η Χάννα Αρεντ αντιτάχθηκε σθεναρά σε κάθε ορατή παρουσία της καλοσύνης και της συμπόνιας στον δημόσιο χώρο, θεωρώντας την επίδρασή τους στο πολιτικό πράττειν διαλυτική, η ντ` Αλλόν υποστηρίζει αντίθετα ότι όχι μόνο δεν διαλύουν τη λογικότητα και την αυτονομία του πολιτικού πράττειν, αλλά το συγκροτούν, το νοηματοδοτούν και το αναπροσανατολίζουν ηθικά, ώστε η πολιτική να μην εκπίπτει σε απλή τεχνική διαχείριση.
Η δικαιοσύνη ορίζει ασφαλώς το σκοπό της πολιτικής κοινότητας και αποτελεί τον θεμελιώδη όρο ύπαρξής της. Μία από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις της είναι ακριβώς η δυνατότητά μας να αισθανθούμε τον πόνο του άλλου και να αναλάβουμε, ως άνθρωποι και ως πολίτες, ατομικά και συλλογικά, την ευθύνη μας για αυτόν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]