[...] Και πρώτα πρώτα, πρέπει να σας πω πώς άρχισε αυτή η ιστορία. Να, έτσι ξαφνικά άρχισε. Τη μέρα που είχα τα γενέθλια μου. Κι άλλες φορές είχα τα γενέθλιά μου, κι ήταν πάντα μια μέρα κανονική. (. . .) Αυτή τη φορά όμως, ε, αυτή τη φορά. [...]
«Ψιτ, ψιτ! Αυτή η τούρτα έχει αλάτι!» ακούστηκε μια παράξενη φωνούλα μέσα απ’ το ψυγείο. Δε θυμάμαι τι ακριβώς έκανα εκείνη τη στιγμή. Νομίζω πως έκανα «Α!». Και μετά «Ε!». Ξαφνιάστηκα. Δε φοβήθηκα. Ξαφνιάστηκα. «Ε;» είπα. «Ποιος, τι, ποιος μιλά;» «Εγώ, καλέ! Τι κοιτάς γύρω γύρω; Εγώ σου μιλώ, η Πιατέλα. Τι κοιτάς σα χαζός; Συμβαίνει τίποτα;» «Τι-τίποτα» είπα. «Δε συμβαίνει τίποτα. Να μόνο... Να... Μου φαίνεται περίεργο ν’ ακούγεται φωνή μέσα από ψυγείο...» «Γιατί δηλαδή;» ρώτησε η πιατέλα. «Όταν ακούγεται φωνή μέσα από τηλέφωνο ή μέσα από ραδιόφωνο; Τότε δε σου φαίνεται περίεργο;» Αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως είχε δίκιο. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]