«Κάτι βαρύ και σκληρό με χτύπησε από πίσω και έπεσα με τα χέρια και τα γόνατα στο δρόμο. Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου, αλλά ο άνθρωπος με το μαχαίρι μου κόλλησε το μάγουλο στον πέτρινο δρόμο. Η φωνή δεν ήταν πιο δυνατή από ψίθυρο, ένας παγωμένος ψίθυρος μέσα στο σκοτάδι». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]