(. . .) Έφερε μπροστά του την εικόνα των μεταλλικών κιβωτίων. Οι ένοικοί των ούτε αγωνιούν ούτε ασφυκτιούν. Οι πλεκτάνες, ο δόλος, ο φθόνος και οι μυστικές υπηρεσίες δεν τους αγγίζουν. Είδε τις καταπακτές που διαπερνούν τα απανωτά οστεοφυλάκια και φτάνουν μέχρι τον ρογχώδη και παφλάζοντα ποταμό στον οποίο ταξιδεύουν οι ψυχές και καταδύονται «μέχρις Άδου ταμείον». Εκεί, στον έβδομο ουρανό. Υπογείως. Η κατάδυσή του σταμάτησε και αισθάνθηκε το σώμα του όρθιο, μπροστά σε μια μεγάλη και βαριά ξύλινη πόρτα. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]