`Ο Αμερικάνος`:
Έμενε κοντά στο χτήμα μας, στα νοτιοανατολικά του Πύργου, αλλά δεν τον είχαμε δει ποτέ. Έλειπε, από χρόνια και χρόνια, στην Αμερική. Η οικογένειά του (η γυναίκα του και δυό παιδιά στην ηλικία μας) ζούσε σε ένα χαμόσπιτο από πλίθες, ένα τεράστιο πεύκο σκίαζε τον τόπο και επέτεινε τα εγγενή προβλήματα του σπιτιού και της οικογένειας.
Οι ρίζες του πεύκου ξεθεμελίωναν σιγά-σιγά τους φτενούς τοίχους (ένας δυό είχαν ήδη καταρρεύσει και αντικατασταθεί με λαμαρίνες), ενώ κατά το σούρουπο, όταν βλέπαμε καπνό να αναθρώσκει από την καπνοδόχο, σκαρφαλώναμε στα κλαδιά και, ανεβαίνοντας στα κεραμίδια (που θρυμματιζόντουσαν χωρίς θόρυβο λόγω της μεγάλης υγρασίας), βαδίζαμε ακροποδητί προς το φουγάρο, απ` όπου πετούσαμε στην ανοιχτή κατσαρόλα (Κύριος οίδε γιατί μας είχε κολλήσει αυτή η διαστροφή) ξυλαράκια, κουκουνάρες, ή και χώματα ακόμη... [...]