Όταν η πόλη γέρνει ράθυμη στο φίλημα του σκότους, ανοίγουν οι μαστοί πελώριας νύκτας.
Στους δρόμους ρέει γάλα. Ο ουρανός μυρίζει ύπνο μωρού κι ανάπαυση λεχώνας. Οι άντρες βγαίνουν από κατώγια βήχοντας. Νικημένοι. Σταυρωμένοι σε δύο στήθη, που με τη θέρμη τους εκδικούνται τους χειμώνες.
Οι άνθρωποι κόβουν την πόλη σαν ψωμί στα δυό, να πάρουν ο καθένας το κομμάτι του. Τα έχουν αυτά οι έρωτες· τους ακρωτηριασμούς.
Με τους πολέμους των φυλών εκτεταμένη μαχαιριά κατά μήκος μιας πράσινης γραμμής. Με τις αψιμαχίες των ανθρώπινων καρδιών, βαθιά, ως το μεδούλι της ζωής και του θανάτου το κόκκαλο. [...]