Στο Βόρειο Πόλο, στη λευκή Λευκούπολη, στο χωριό του Αϊ-Βασίλη. . . Ένα κατάλευκο χειμωνιάτικο βράδυ, σε ένα κατάλευκο χειμωνιάτικο χωριό, γεννιέται ένα κατάλευκο αγοράκι που. . . Θα μπέρδευε τα άσπρα με τα άστρα και τα γιαουρτάκια με τις ταραμοσαλάτες. . . Θα έπαιζε με τους λευκούς χιονάνθρωπους στο δάσος με τις λεύκες και θα πήγαινε διακοπές μονάχα στη Λευκάδα. . . Θα τραγουδούσε ολημερίς τον αγαπημένο του γλωσσοδέτη: Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ` τον ήλιο ξεξασπρότερη. . . Ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που τα έβλεπε όλα άσπρα. . . Τι θα συμαβεί σαν έρθει η ώρα να μοιράσει τα δώρα; Θα μπερδέψει τη Ρωσία με τη Λευκορωσία ή θα βγει ασπροπρόσωπος; [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]