Στις 17 Ιουνίου 1892 ο Ιούλιος Βερν έγραψε στον εκδότη του Χετζέλ γιο: `Το πρώτο μέρος του `Μικρού Ιρλανδού` είναι ολότελα γραμμένο και διορθωμένο. Καθώς βλέπετε, θα προλάβετε να κυκλοφορήσει το βιβλίο το 1893...`. Πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ο Βερν εργαζόταν κατά ιδιότυπο τρόπο. Στην αρχή έγραφε ολάκερο το μυθιστόρημα με μολύβι, χωρίς σβησίματα ή αλλαγές. Τις διορθώσεις έκανε απλώς ξαναγράφοντας πάνω στο ίδιο χειρόγραφο με μελάνι ό,τι είχε πρωτογράψει με μολύβι. Φυσικά κατ` αυτό τον τρόπο είχε την ευχέρεια να κάνει όσες αλλαγές ή προσθήκες σκαρφιζόταν στο αναμεταξύ. Η συγγραφή ενός τόμου γινόταν μέσα σ` ένα εξάμηνο, κι οι διορθώσεις τον απασχολούσαν ακόμα 30-40 μέρες. Τα μεγάλα μυθιστορήματα, που ήταν δίτομα, γράφονταν μέσα σ` ένα χρόνο. Ας εξετάσουμε τώρα τον `Μικρό Ιρλανδό`. Δεν έχει την καθιερωμένη βάση και πλοκή ενός μυθιστορήματος περιπετειών. Ο Ιούλιος Βερν θέλησε να γράψει ένα ρομάντσο που να πραγματεύεται ένα καυτό -για την εποχή εκείνη, μα και για σήμερα ακόμα- κοινωνικό πρόβλημα. Η καρδιά του συγγραφέα πάντα συμπονούσε τη φτώχεια, την κακομοιριά, την αγωνία των σκλαβωμένων, που έδιναν και τη ζωή τους ακόμα για ν` αναπνεύσουν τον αέρα της λευτεριάς. (. . .)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]