Ο μικρούλης Ποκ μας πιάνει από το χέρι και μας οδηγεί στα σκοτεινά βάθη της σπηλιάς, στα σκοτεινά βάθη του χρόνου. . . Τι ήταν αυτό που τον μάγεψε τόσο, ώστε έπαψε πια να λαχταράει να γίνει κυνηγός; Τι ήταν αυτό που τον εντυπωσίασε βγαίνοντας από τη σπηλιά, μόλις τελείωσε ο χειμώνας; Ήταν τάχα τα ζωηρά χρώματα της φύσης και το παιχνίδισμα του ήλιου ή κάτι άλλο, πιο μαγικό;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]