Στη δίκη μου επικαλέστηκα το δικαίωμα της σιωπής και δεν είπα τίποτα. Ομολόγησα απλώς ότι σκότωσα τη Μαρία και τεμάχισα το πτώμα της σε εφτά κομμάτια. (Περισσότερα δεν μπορούσα να κόψω.) Η τελευταία λεπτομέρεια δεν ήταν αλήθεια. Το πτώμα δεν το τεμάχισα. Μ` έκανε να το νομίζω αυτό η παράκρουση του ερωτικού πάθους, καθώς μάλιστα εκείνες τις μέρες είχε σηκωθεί σφοδρός άνεμος κι εγώ -όπως ο Ντιντερό- «νιώθω τρελός όταν φυσάει δυνατός άνεμος». Εκείνη την εποχή πίστευα στον Θεό - συνεπώς και στον Διάβολο. Ήμουν έτοιμος, λοιπόν, ν` αναχωρήσω στην έρημο, για να βρω την Αλήθεια, όταν ο Σατανάς μεταμορφώθηκε σε γυναίκα -σκεύος της ηδονής και των εγκοσμίων- για να μου κόψει το δρόμο. Κι επειδή ο ασφαλέστερος τρόπος του Σατανά για να βρίσκει το θύμα του είναι να γίνεται θύμα ο ίδιος, η Μαρία έγινε θύμα μου κι εγώ στη συνέχεια το θύμα της. (Άλλωστε, όπως εξακριβώθηκε αργότερα, ήθελε ν` αυτοκτονήσει). Ποια είναι λοιπόν η Αλήθεια; Κανένας δεν τη βρήκε ποτέ. Ούτε και το δικαστήριο, αφού με απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]