«Η Μακεδονία τις παραμονές του αγώνα»: Από την ίδρυση της Εξαρχίας το 1870 είχε δοθεί το δικαίωμα στους Βουλγάρους να επεκταθούν, με τη μορφή εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, σε αρκετά μεγάλη περιοχή. Την περίοδο αυτή η προσοχή της βουλγαρικής κυβερνήσεως συγκεντρώνεται στην Ανατολική Ρωμυλία κυρίως, ενώ στη Μακεδονία και στη Θράκη εργάζεται η Εξαρχία, όχι μόνο στο εκκλησιαστικό, αλλά και στο εθνικό-πολιτικό πεδίο. Η εγκατάσταση μητροπόλεων της Εξαρχίας, και η αποστολή αντιπροσώπων της σε όλα τα κέντρα, αποτέλεσε τη βάση για μια ισχυρή οργάνωση των Βουλγάρων που σύντομα επεκτάθηκε από τα βόρεια προς τα νότια διαμερίσματα της Μακεδονίας. Ως το 1900 θα υπάρχουν έξι Βούλγαροι επίσκοποι (Πελαγωνία, Στρώμνιτσα, Νευροκόπι, Δίβρα, Βέλες και Αχρίδα). Αντίστοιχα υπάρχουν 26 ελληνικές μητροπόλεις. Συγχρόνως γίνεται σύσταση βουλγαρικών κοινοτήτων σαν αναγκαία προϋπόθεση για την ίδρυση σχολείων και τη διάδοση της βουλγαρικής εθνικής ιδέας. Βούλγαροι δάσκαλοι τοποθετούνται στη Μακεδονία, ενώ συστηματικά πια αρχίζει η επιλογή και μόρφωση ντόπιων γι` αυτό το σκοπό.
Με την ίδρυση τέλος της Βουλγαρικής Ηγεμονίας και την αποτυχία της εκπληρώσεως του ονείρου της μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, η Εξαρχία, με τη βοήθεια πια του νέου βουλγαρικού κράτους, πολλαπλασιάζει τις προσπάθειές της για να επεκτείνει τη βουλγαρική εκκλησία στη Μακεδονία. Έτσι όσοι αισθάνονται Σλάβοι, στα βορειοδυτικά ιδίως τμήματα της Μακεδονίας, βλέποντας πως δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από τους Σέρβους, στρέφονται προς την Εξαρχία και τους Βουλγάρους. Εντούτοις πολλοί πληθυσμοί και σ` αυτές ακόμη τις περιοχές παραμένουν πιστοί στο Πατριαρχείο και πολλές είναι οι κοινότητες που ζήτησαν με υπομνήματα από τη διάσκεψη του Βερολίνου να μη περιληφθούν στην προβλεπόμενη Μεγάλη Βουλγαρία.
Από την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα ότι εξαρχικός σημαίνει Βούλγαρος, ενώ αντίθετα πατριαρχικός Έλληνας [...]