Το βιβλίο αυτό ασχολείται με τα ευρωπαϊκά αστικά παιχνίδια, τις μορφές με τις οποίες επιβίωσαν, αναδιαμορφώθηκαν ή και μετεξελίχθηκαν από τα χρόνια του Μεσαίωνα έως τα μέσα του 20ού αιώνα, φιλοδοξώντας να φωτίσει κάποιες πτυχές του μαγικού κόσμου τους. Στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τα παιχνίδια, ως προνόμιο των πλουσίων, προορίζονταν για τις βασιλικές αυλές και την τάξη των ευγενών. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αρχικά οι κατασκευαστές απευθύνονταν πρωτίστως στους μεγάλους και μόνο αργότερα και στα παιδιά. Πέρα από τον διασκεδαστικό τους χαρακτήρα, τα παιχνίδια εξυπηρετούσαν και ιδεολογικές, θρησκευτικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα - ως συνέπεια της βελτίωσης των κοινωνικών συνθηκών - , τα παιχνίδια σταδιακά έγιναν προσιτά σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα. Η παρεπόμενη αύξηση της ζήτησής τους, άνοιξε νέους ορίζοντες στους τεχνίτες παιχνιδιών. Οι οικοτεχνικές παραγωγές εξελίχθηκαν σε βιοτεχνίες, για να δώσουν και αυτές με τη σειρά τους τη θέση τους σε βιομηχανίες παραγωγής παιχνιδιών. Ο ανταγωνισμός των κατασκευαστών, η ενασχόληση με την αισθητική των παιχνιδιών και η αναζήτηση του εντυπωσιακού, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον για τον παιδευτικό και εκπαιδευτικό τους χαρακτήρα, προσέφερε μια ευρεία γκάμα επιλογών στους αγοραστές - οι οποίοι από την πλευρά τους αναζητούσαν για τα παιδιά τους οικονομικά προσιτά αλλά συνάμα ποιοτικά παιχνίδια. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]