«. . .Που με πας, ρε παλιοεργαζόμενη; Άσε με στην ησυχία μου, σου λέω! Τι να την κάνω εγώ τη δουλειά; Δεν το πιστεύω! Που με πας; Μη μου πεις ότι θα με αφήσεις εδώ πάνω! Δε φτάνει που με έκανες ρεζίλι σε τόσους ανθρώπους μέσα στην εταιρεία -δεν είναι και λίγο να σε πιάνουν από την κρεμάστρα που έχεις στην πλάτη σου και να σε κρεμάνε- με κρέμασε σ` ένα σημείο που έπρεπε να φάω όλη τη μέρα για να γυρίσω σπίτι μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι κάνω κρεμασμένος πάνω σ` ένα παλιό ημερολόγιο».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]