Η πρόσφατη ανακάλυψη στη μινωική πόλη του Παλαίκαστρου ενός αγαλματίου νεαρού άνδρα υπήρξε γεγονός μείζονος σημασίας. Το αγαλμάτιο είχε σκαλιστεί σε ελεφαντόδοντο από ένα γλύπτη εξαιρετικά προικισμένο στην απόδοση φυσιοκρατικών λεπτομερειών. Βρέθηκε όμως διαλυμένο σε πολλά κομμάτια, διεσπαρμένα σε ένα δρόμο και ένα γειτονικό στο δρόμο κτήριο, ακριβώς στη θέση που κατέληξαν κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης καταστροφικής πυρκαγιάς στις αρχές του 15ου αιώνα π.χ. Τα διάφoρα θραύσματα ήλθαν στο φως τα έτη 1987, 1988 και 1990.
Το αγαλμάτιο αυτό είναι μοναδικό αριστούργημα της μινωικής τέχνης (ύψος περ. 50 εκ., μέγ. πλάτος 18,5 εκ. στους αγκώνες). Πρόκειται για μoρφή σύνθετη, κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο, χρυσό, oφίτη (σερπεντίνη), ορεία κρύσταλλο και ξύλο, με προσθήκη χρωματισμού αιγυπτιακής προέλευσης. Ονομάστηκε "Κούρος του Παλαίκαστρου" από την όρθια στάση του, με προτεταμένο το αριστερό πόδι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οφείλει τη στάση αυτή του σώματος στην υπερχιλιετή παράδοση παρόμοιων αιγυπτιακών μορφών, όπως ακριβώς και η μεγάλη σειρά πολύ μεταγενέστερων αρχαϊκών ελληνικών λίθινων "κούρων".
Για να κατανοήσει κανείς τους στόχους του αρχιτεχνίτη που το κατασκεύασε και τους σκοπούς για τους οποίους προοριζόταν, είναι απαραίτητη η προσεκτική εξέταση του ίδιου του αντικειμένου. Σημαντικές είναι και οι συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του και οι μέθοδοι του καλλιτέχνη. Πληροφoρίες αντλούνται και από τον τρόπο με τον οποίο οι συντηρητές αρχαιοτήτων συναρμολόγησαν με προσοχή τα εκατοντάδες θραύσματα, καθώς και από τη μελέτη του αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος στο οποίο είχε τοποθετηθεί κατά την αρχαιότητα. Είναι δυνατόν στη συνέχεια να προσπαθήσουμε με τη βοήθεια ειδικών μελετητών να ανασυνθέσουμε το κοινωνικό και θρησκευτικό υπόβαθρο στο οποίο ανήκει ο Κούρος.