Συναντάς μια γυναίκα σ` ένα αεροδρόμιο κι η σκιά μιας τραγωδίας φωλιάζει στο βάθος των ματιών της... Άθελά μου την ακολούθησα με το βλέμμα, έτσι για να μάθω τον προορισμό της, λες και θά `παιρνα το μυστικό του πόνου που κουβαλούσε μέσα της. Πρίστινα...Σαράγεβο...
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στον μακρύ διάδρομο με τη τζαμαρία. Δεν μπόρεσα να δω σε ποια απ` τις δυο πόλεις ταξίδευε. Και δεν θα το μάθω ποτέ. Μονάχα τα πρόσφατα γεγονότα της Ιστορίας άφησαν βαρύ τον απόηχό τους στα δυο αυτά ονόματα. Πρίστινα... Σαράγεβο... Και σήμερα ακόμη, το πρόσωπο μιας γυναίκας άγνωστο και οικείο συνάμα [...]
Μετά από δεκαπέντε χρόνια εξορία, η Έμινα θα επιστρέψει στην πατρίδα της, στο Τέτοβο της Βοσνίας, αναζητώντας τα ίχνη της μητέρας της Ύλκα που χάθηκε κατά τη μεγάλη Έξοδο.
Μέσα από το ημερολόγιό της ξαναζεί τον τρόμο του πολέμου που σημάδεψε τα ευαίσθητα χρόνια της, ενώ στις αναμνήσεις της κυριαρχεί το άρωμα του καφέ στο πατρικό σπίτι και η φωνή της μητέρας της να την καλεί.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]