Ο Επίσημος τον κοίταζε επίμονα και μια καταφρονετική γκριμάτσα ζωγραφιζόταν στα λιπόσαρκα χείλη του. Ήταν φανερό πως δεν του έκανε όρεξη να συνεχίσει. Η κουρντισμένη φωνή και το παράξενα απόμακρο ύφος του Κερκυραίου που σου έδινε την εντύπωση ότι μιλάς για χρώματα σ’ έναν τυφλό, τον είχαν μάλλον αποθαρρύνει. Έριξε μια ματιά στους επιτελείς του σα να τους έλεγε «Κοιτάχτε ρε έναν άνθρωπο!» κι ύστερα γύρισε πάλι βαριεστημένα προς το μέρος του. Περισσότερο για να του δώσει την ευκαιρία να μιλήσει παρά για να μάθει οτιδήποτε, άρχισε να ρωτάει ορισμένα πράγματα σχετικά με την επίσκεψη ή τη φιλία του με τον Κέκο και από καιρό σε καιρό άφηνε κάποιο σχόλιο που διασκέδαζε διακριτικά την ομήγυρη ή έκανε υπαινιγμούς που ο Κερκυραίος δεν αντιλαμβανόταν και προσπερνούσε αμήχανα. Είχε μπλέξει τα άτσαλο χέρια του μπροστά, είχε λυγίσει το ‘να πόδι και μιλούσε ασταμάτητα (αν και μπερδεμένα) με την ένρινη φωνή του. Τον έβλεπα από το πλάι, με τα φαρδιά, κακοραμμένα παντελόνια του, και δεν ξέρω γιατί μου θύμιζε έντονα την πρώτη αριστερή φιγούρα από την «Αποκάλυψη της Πέμπτης Σφραγίδας» του Γκρέκο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]