Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του Κάδμος ζούσε σ` ένα πυκνό δάσος από αρχαία μάρμαρα. Σπασμένα μάρμαρα με αρχαία γράμματα κι αρχαίες μορφές. Καβαλάρηδες σκαλιστοί στην πέτρα κι αρχαίοι θεοί, πολεμιστές και ήρωες, κι απλοί άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, όλοι τους απ` τα πολύ παλιά τα χρόνια.
Ζούσε ευτυχισμένος και μεγάλωνε ο Κάδμος στην αυλή του Μουσείου, που είχε κι εφτά πέτρινα λιοντάρια, κι αυτά σπασμένα, και μια σημαία γαλανόλευκη που κυμάτιζε μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι. Κι ήταν μεγάλη η αυλή του Μουσείου, πράσινη, καταπράσινη, ας πούμε κάτι σαν μικρός παράδεισος. Και το Μουσείο ήταν στη Θήβα.
Καταμεσής στην αυλή, πλάι σ` έναν παλιό ερειπωμένο πύργο, φύτρωνε ένα πεύκο θεόρατο που πολύ τ` αγαπούσε ο Κάδμος. Κι είχε μετρήσει ο Κάδμος έξι φουντωτές ροδιές, μια κερασιά, και μουσμουλιές, δαμασκηνιές, βερικοκιές, μιαν αχλαδιά, ένα λυγερόκορμο κυπαρίσσι. Κι άλλα πολλά δέντρα είχε μετρήσει εκεί στην αυλή του Μουσείου, και εκατόν είκοσι αγριοπερίστερα που φώλιαζαν στον παλιό τον πύργο.
Μια φορά μάλιστα μέτρησε χίλια τσαμπιά μαύρα, λαχταριστά σταφύλια. Τόσα έκανε ένα καλοκαίρι η κληματαριά μπροστά στον πύργο. Χίλια ακριβώς ήταν και τα όμορφα πράγματα που του είχαν συμβεί στη μικρούλα του ζωή. Και ήταν πάλι χίλια τα ερωτηματικά που τριβέλιζαν το μυαλό του για τον κόσμο έξω απ` την αυλή του Μουσείου. Ένα ένα τα υπολόγισε μια νύχτα που δεν του κολλούσε ύπνος. Γιατί ήξερε να μετράει ως τα χίλια ο Κάδμος, κι ας ήταν σκύλος.
Ένα μαύρο λυκόσκυλο ήταν, περήφανο, με καφετιά μουσούδα και πόδια καφετιά, και τα μάτια του να πετάνε σπίθες...