«Σταμάτησα να γράφω ποιήματα»:
Αυτό το παλιό ξυπνητήρι μου θύμισε άξαφνα την ώρα.
Αν ήξερες τη μοντέρνα ποίηση στους διαδρόμους του εγκεφάλου μας
θα μου έλεγες είναι μια μακαρίτισσα ιστορία.
Κοίταξα πάλι τα ρούχα μου:
Φορούσα ένα σακάκι από παλιό πετσί, από πετσί ανθρώπου.
Είναι και μερικά σημεία απροσδιόριστα
υποσκάπτουν τη σκέψη μου, με βασανίζουν.
Ένα γράμμα σύννεφο
τ` ανοίγω, λέει φοβάμαι
το χτεσινό μου όνειρο εκεί η φωτιά από το χτεσινό μου όνειρο
κι αυτό ή τ` άλλο δωμάτιο που καίγεται.
Σκέφτηκα τότε την ποιότητα εκείνου του δωματίου
με σωρούς βιβλία, διαγράμματα και σχέδια για το μέλλον.
Φοβάμαι την κατάληξη
της προτεινόμενης ηθικής προστασίας
και την οδυνηρή εξίσωση πάνω στο αδιατάραχο κενό.
Μια μέρα
θα βγω στην ακατάπαυστη βροχή με το σακάκι μου
θα προχωρήσω καταπάνω της
ο σίγουρα ένοχος σε θετικά σημεία
με κάποιο παραλογισμό στη σκέψη, στην εμφάνιση
θ` αρχίσω να βγάζω από μέσα μου ένα προς ένα
τα παλιά στίγματα του ονείρου
θα ξεχάσω τα πάντα
το σπίτι κάποτε με τα κλειστά παράθυρα
την υγρασία
και το κορίτσι με το φαγωμένο πρόσωπο
που με περίμενε στη σκάλα.
Ύστερα θα σηκωθώ από το σκοτάδι
Και θα πω στον πατέρα μου: μην εκνευρίζεσαι
Σταμάτησα να γράφω ποιήματα.