Η παρούσα διδακτορική διατριβή είναι το προϊόν μιας τετραετούς ψυχαναλυτικής ανάγνωσης του συνολικού corpus του Μ. Καραγάτση, και αποτελεί μια ερμηνευτική πρόταση που δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική και τετελεσμένη, αφενός διότι πρόκειται για `μία` ανάμεσα σε πολλές άλλες πιθανές και νόμιμες αναγνώσεις και αφετέρου εξαιτίας της πολυσημίας του ίδιου του λογοτεχνικού κειμένου που ακυρώνει οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής ενός και μοναδικού νοήματος.
Στο σημείο αυτό δεν θα επεκταθώ περισσότερο στα μεθοδολογικά εργαλεία ανάγνωσης και στα συμπεράσματα της ερμηνευτικής μου πρότασης, δεδομένου ότι αναφέρομαι αναλυτικά στην Εισαγωγή-Μεθοδολογία και στον Επίλογο-Συμπεράσματα. Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο προχώρησα στη σύνταξη αυτού του Προλόγου κατά την έκδοση της διατριβής.
Η αιτία είναι το αφανές σημαίνον που εγγράφεται μεν τυπικά, αλλά διαφεύγει ουσιαστικά τη στιγμή της ολοκλήρωσης αυτής της διατριβής. Κι αυτό το σημαίνον, που δεν είναι άλλο από το σημαίνον του δασκάλου, αναδύεται πολλά χρόνια πριν, κατά τη συνάντησή μου με τον Καθηγητή Θανάση Τζαβάρα. Ήταν ένα απόγευμα της Άνοιξης του 2003, που η ευγενική και λιτή απάντησή του στο τηλέφωνο, οδήγησε στην πρώτη μας συνάντηση στο γραφείο του. Αυτή η συνάντηση ήταν η αφετηρία της πρώτης μου ψυχαναλυτικής ανάγνωσης - στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη `Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά`. Spina nel cuore (Master) - που ολοκληρώθηκε ακαδημαϊκά με την εκπόνηση της παρούσας διδακτικής διατριβής.
Δεν μπορώ να ξεχάσω το Φθινόπωρο του 2009, όταν πλέον είχα ολοκληρώσει τη διατριβή που με ρώτησε: `Έχετε σκεφθεί αυτή η διατριβή σε ποιον απευθύνεται;` Τότε αυθόρμητα του απάντησα: `Νομίζω σε εσάς`. Μόνο που αυτή η τόσο άμεση και λακωνική απάντηση εκ των υστέρων συνοδεύεται και από τη συνειρμική ανάκληση ενός επίκαιρου αποσπάσματος από Το Μαγικό Βουνό του Thomas Mann: `Το άτομο μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε είδος προσωπικούς σκοπούς, προθέσεις, ελπίδες, προοπτικές κι απ` όλα αυτά να αντλήσει μια ώθηση προς τις μεγάλες προσπάθειες και τη δράση. Μα όταν από το απρόσωπο του περιβάλλοντός του, από την ίδια την εποχή, παρ` όλη την ταραχή της, λείπουν οι σκοποί κι ελπίδες, όταν αποκαλύπτεται μυστικά απελπισμένη, απροσανατόλιστη και δίχως διέξοδο, όταν στο ερώτημα, που έχει τεθεί συνειδητά ή ασύνειδα, μα που, τελικά, έχει τεθεί κατά κάποιο τρόπο, σχετικά με την ανώτατη, την περισσότερο κι από προσωπική και πιο άμεση σημασία κάθε προσπάθειας και κάθε δράσης, αντιθέτει τη σιωπή του κενού, αυτή η κατάσταση των πραγμάτων θα παραλύσει ακριβώς τις προσπάθειες ενός ίσιου χαρακτήρα, κι αυτή η επίδραση, πέρα από την ψυχή και την ηθική, θα απλωθεί ως το φυσικό και οργανικό τμήμα του ατόμου. Για να είναι διατεθειμένος να καταβάλει μια αξιόλογη προσπάθεια, που να ξεπερνά το μέτρο της κοινής πρακτικής, χωρίς η εποχή να μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα `Για ποιο λόγο;` χρειάζεται μια ηθική μοναξιά και αμεσότητα, που είναι σπάνιες και ηρωικής φύσεως ή μια ιδιαίτερα ρωμαλέα ζωτικότητα`. Δυστυχώς δεν διαθέτω αυτές τις αρετές.
Η ευτυχής όμως συνάντησή μου με τον Θανάση Τζαβάρα, λειτούργησε απολύτως αντισταθμιστικά, απαλύνοντας τη `μοναξιά` που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα, και μεταδίδοντάς μου την αναγκαία `ζωτικότητα`. Γιατί, πέρα από τη συνεχή και επίπονη επιστημονική του επίβλεψη, -εξαιρετικά πολύτιμη για εμένα-, το σπάνιο ήθος αυτού του πανεπιστημιακού δασκάλου, ενεγράφη ανέκκλητα ως εξίσου πολύτιμο σημείο αναφοράς τόσο σε προσωπικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο σ` ένα παρόν γραμμικό...
Θέλω λοιπόν να ευχαριστήσω τον δάσκαλό μου από καρδίας, χωρίς την υποστήριξη του οποίου αυτή η διατριβή δεν θα είχε εκπονηθεί ποτέ.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]