. . . Το νοσοκομείο βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Λονδίνο και δεν ξέρουμε κανένα εδώ που καταλήξαμε. . . Το παιδί κοιμάται; Μοιάζει να κοιμάται! Δεν ικετεύει πια για ένα χάδι μια αγκαλιά. Βρισκόμαστε ξανά εδώ. . . Τα χέρια του κρέμονται στα δικά μας και ο Άγγελος παραμιλάει. Σηκώνομαι να φύγω. Θ` ακολουθήσουν ατελείωτα βράδια που θα γίνεται ξανά και ξανά το ίδιο έγκλημα στην ψυχή μου! Κλειδώνομαι στον πόνο. Καίγομαι απ` τον πυρετό του θανάτου και δεν ξέρω τι να κάνω. . . Δεν είμαι εκεί αν και βρίσκομαι αναπνοές κοντά διπλά στο σώμα του νοερού λογάριθμου που μας συνδέει με την δεύτερη ζωή. Την όχι και μόνον. . . Προσπαθώ να μην κοιτώ και δεν είμαι εκεί. Ένα ατσάλινο τείχος υψώνεται γύρω μου. Η καρδιά μου τρέμει ωστόσο. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]