«Υπάρχουν πράγματα, για τα οποία δεν θέλω να μιλώ. Παραδείγματος χάρη, για όσα συνέβησαν εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς του είπα, νομίζω στην αρχή λογοφέραμε, καθόμουν μόλις τρεις σπιθαμές αντίκρυ του και τον παρατηρούσα, με την ελαφριά τσάκιση του σακακιού του και το επίμονο βλέμμα του να με τρυπάει σαν βελόνα. Μετά από λίγο στήριξε το μέτωπό του με το χέρι του και βγήκε από το διαμέρισμα. Εγώ έμεινα εκεί, δίχως λέξη, δίχως έναν ψίθυρο, να κοιτώ τον αντικατοπτρισμό του στο κλειστό παράθυρο ακουμπώντας με τα γυμνά μου πέλματα το γυαλισμένο μάρμαρο του πατώματος». Μια γυναίκα. Ένας γάμος. Ένα εκκωφαντικό διαζύγιο. Μια σπουδαία επαγγελματική ευκαιρία. Μια παθιασμένη σχέση. Μια ανατριχιαστική προφητεία. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]