Η αδελφή μου είναι δύο και μιλάει μωρουδίστικα. «Τι ωραία που μιλάει!» λέει ο μπαμπάς. Εγώ είμαι πέντε και μιλάω μωρουδίστικα όπως η αδελφή μου. «Μην παριστάνεις το μωρό», λέει η μαμά. Εγώ θυμώνω, πάω στο δωμάτιό μου και κρύβομαι μέσα στην ντουλάπα. «Αντώνη, Αντωνάκη», με ψάχνει η μαμά. Εγώ δε βγαίνω. Θέλω να με ψάχνει, όλο να με ψάχνει και να ανησυχεί όπως ανησυχεί και για την Αννούλα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]