Η κάβα είναι «χτισμένη νύχτα», «θαμμένη τρέλα». Εκεί πέρα το κρασί ωριμάζει, ανθίζει, συμπυκνώνεται. Μέσα στο μαύρο και υγρό χώμα. Σαν να γεννιόταν από τη γη κι από τη νύχτα. Από τον κάτω κόσμο. Από τα φαντάσματα του Ερέβους. Αυτό το υγρό του σκότους, φτιάχνει φωτιά. Θυμηθείτε τη σπηλιά του Πολύφημου στην Οδύσσεια, αυτή τη σπηλιά με την πανύψηλη οροφή, της οποίας η είσοδος σκιαζόταν από δάφνες. Αρκεί ένα φλασκί κρασί από την Ίσμαρο, ένα μαύρο και γλυκό κρασί, για να καταρρεύσει το τέρας και για να πυρποληθεί το μοναδικό του μάτι από τον πυρωμένο πάσσαλο του Οδυσσέα.
Η κάβα είναι η κοσμική σπηλιά όπου εργάζεται η ύλη ακόμα και την ώρα του λυκόφωτος· εκεί αναπαύεται η σκοτεινή ουσία του κρασιού. Μακριά από την οχλοβοή, τον πόλεμο, τη φθορά του χρόνου...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]