Ανάμεσα σ` Ανατολή και Δύση, από τα άκρα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας μέχρι τα Θεσσαλικά όρια, ανάμεσα στο διευρυμένο εδαφικά μέχρι το 1881 ελλαδικό βασίλειο, από τη μια πλευρά, και ως τα μικρασιατικά παράλια και τη μικρασιατική ενδοχώρα, από την άλλη, ο ενδιάμεσος ελληνισμός εκπροσωπούσε αναμφισβήτητα τον κύριο κορμό, το συμπαγέστερο και ανθεκτικότερο πληθυσμιακά και εθνολογικά στοιχείο των απανταχού Ελλήνων. Οι «ενδιάμεσοι» Έλληνες, οι συμβατοί προς την ελλαδική αλυτρωτική πραγματικότητα εξωμερίτες, όσοι δηλαδή ζούσαν στις πλησιέστερες προς το ελλαδικό κράτος επαρχίες όπου θεωρούνταν τουλάχιστον εφικτή η ιδέα της μερικής ή ολικής ενσωμάτωσης και προσάρτησής τους, θεωρούνταν εκείνοι, οι οποίοι ήταν καταδικασμένοι να κινηθούν στα πλαίσια της οθωμανικής νομιμότητας με τη σιωπηρή συγκατάβαση της επίσημης ελληνικής πολιτικής και των αντίστοιχων elites της Κωνσταντινουπόλεως και της Μκράς Ασίας. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]