Όταν την τελευταία ημέρα των μαθημάτων πήγαινα να παραλάβω τη βεβαίωσή μου, ήμουνα σίγουρη ότι θα έγραφε για μένα τα καλύτερα. Δηλαδή, θα έγραφε ότι ήμουν, τουλάχιστον, `επαρκής`. Από την προηγούμενη μέρα, είχα ζητήσει της μάνας μου να μου φτιάξει για την περίσταση χαλβά, που ήταν και το αγαπημένο μου γλυκό. Ονειρευόμουν ήδη το ταξίδι μου.
[...Παιδί μου, είναι όμορφο να ονειρεύεσαι, δεν λέω. Δίχως όνειρα, δεν θα γίνονταν έργα. Δεν θα προχωρούσε η ζωή. Όμως, στα όνειρά σου πρέπει κάποια στιγμή να δίνεις σχήμα και μορφή. Και να μη μένεις μονάχα στα όνειρα. Να `προχωράς`.
Όσο εκείνος μου μιλούσε, εγώ τον κοιτούσα σαν χαζή. Λέξη δεν καταλάβαινα απ` όσα έλεγε. Εκείνος πάλι, αν και καταλάβαινε απ` το ψαρίσιο βλέμμα μου ότι μέσα στο κεφάλι μου επικρατούσε χάος, συνέχιζε να μου μιλάει...]
Οι περιπέτειες της Ιφιγένειας, που προσγειώνεται με τον πιο παράξενο τρόπο στην πραγματική ζωή, ενώ παράλληλα ανακαλύπτει τη χαρά που φέρνουν τα αποτελέσματα της επίμονης προσπάθειας. Ένα εγκαταλελειμμένο χωράφι, οι φασολιές κι ένας δράκος συμπληρώνουν μια απίστευτη ιστορία...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]