«Καθισμένος μπροστά στο τραπέζι, μες στο μισοσκόταδο της ταβέρνας, ο δήμιος έπινε. . .». Η επιβλητική σιωπηλή παρουσία του επιβάλλεται σ’ όλα τα πνεύματα. Όλη τη νύχτα, οι θαμώνες του καπηλειού διηγούνται ιστορίες που απευθύνονται έμμεσα στο δήμιο: ιστορίες που μιλούν για θανάτους, για τους ληστές των μεγάλων δρόμων, για άγριες εκδικήσεις, για εκτελέσεις. Αλλά ο δήμιος, κλεισμένος μες στην απόκοσμη μοναξιά του, ζοφερός κι αινιγματικός, δεν λέει λέξη. Οι θαμώνες αφηγούνται και ιστορίες έρωτα: σαν την ιστορία της όμορφης κατάδικης που κάποιος δήμιος την ερωτεύθηκε τόσο κεραυνοβόλα ώστε προσφέρθηκε να την παντρευτεί, σώζοντάς της έτσι τη ζωή. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]