...Γύρισε το κεφάλι κι είδε τη Δωρούλα. Την είδε κι η καρδιά του μάτωσε. Το πρόσωπό της ήτανε μελανιασμένο, τα χείλια πρησμένα με ξεραμένα αίματα απάνω, τα μαλλιά ανακατεμένα. Φαινότανε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της καθώς ο "Μουστάκιας" με άλλους δυο με στολή τη σέρνανε κρατώντας την απ` τα μπράτσα. Τον κοίταξε και κείνη μέσα απ` τα μισόκλειστα βλέφαρά της και του φάνηκε σα να του χαμογέλασε.
"Μπορεί να `τανε κι η ιδέα του. Πώς θα μπορούσε να χαμογελάει με τα χάλια που είχε...".