Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝΕ:
Η μάνα μου φοβότανε μην απολέσει δια παντός της παρθενιάς της τα λειριά. Νοίκιασε ξένη μήτρα κι εδέησα να γεννηθώ πάνω σε κάτι βράχια. Γύρω, τριγύρω `φου` πολλά σαν χλοερά καυσαέρια. Όπου τσαλακωνόταν ο θεός, κατέρχονταν μηδίζουσες πολίχνες. Στο παρακάτω το σκαλί, να σου κι ο Πολυδεύκης. `Που σε πέταξαν, άμοιρε;` γυρνάει και μου λέει. `Σε περιμένουν μύρια`. Μα η μάνα μου φοβότανε, μ` έκρυψε στο βρακί της. Είχε για μένα σχέδια. Μ` ήθελε νοικοκύρη. Ν` αράζω στο μπαλκόνι κάθε απόγευμα μ` ένα φραπέ στο
χέρι. [...]