Έπεσε σε μαύρη απελπισία ο Λεοπόλδος. Πώς να περιμάζευε τόσες χιλιάδες ποντίκια; Έτρεχε σαν τρελός στους δρόμους και όποια συναντούσε τα παρακαλούσε να επιστρέψουν μες στους πίνακές του, εκεί ήταν η θέση τους. Μα εκείνα ούτε παρακάλια άκουγαν ούτε φοβέρες. Οι καθηγητές, η μάνα του, οι φίλοι του και οι συμφοιτητές του πολύ τον συμπονούσαν και σκέφτονταν με ποιον τρόπο να τον βοηθήσουν. Να έπιαναν τα ποντίκια με δίχτυα και απόχες; Αδύνατον, γιατί ειδικά αυτά τα ποντίκια ήταν στα πόδια πολύ πιο γρήγορα από γάτες και ανθρώπους. Να τα σκότωναν με σανίδες; Δεν άντεχε να ακούσει κάτι τέτοιο ο γάτος Λεοπόλδος, αφού σαν δημιουργήματά του που ήταν, τα θεωρούσε παιδιά του. Έτσι συμβαίνει πάντα με τους αληθινούς καλλιτέχνες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]