Η ιστορία και ο πολιτισμός που μελετώνται στον ανά χείρας τόμο αντιστοιχούν στην ιδρυτική περίοδο του "Βυζαντίου", όνομα που έδωσαν οι ουμανιστές στo ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που έγινε προοδευτικά αυτοκρατορία ελληνική και χριστιανική. Γνωρίζοντας μεγαλύτερη σταθερότητα και μεγαλύτερη ευημερία από τη Δύση, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί τη ρωμαϊκή της κληρονομιά, όπως μαρτυρεί η πολιτική του Ιουστινιανού να επανακτήσει την Αφρική από τους Βανδάλους, την Ιταλία από τους Οστρογότθους και την νότια Ισπανία από τους Βησιγότθους.
Έργο μιας ομάδας διαπρεπών ιστορικών του Κέντρου Ερευνών για την Ιστορία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου (CNRS-College de France), το βιβλίο αυτό έχει ως χρονολογικό πλαίσιο τους τρεις πρώτους αιώνες της Ανατολικής Αυτοκρατοκρατορίας: από την ίδρυση, δηλαδή, της Κωνσταντινούπολης στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου το 330 μέχρι το τέλος της βασιλείας του Ηρακλείου το 641, χρονιά κατά την οποία η κατάκτηση από τους Άραβες πρώτα της Συρίας και της Παλαιστίνης και στη συνέχεια της Αιγύπτου σημαδεύει την αρχή του «βυζαντινού Μεσαίωνα».Την περίοδο αυτή (641-1204) εξετάζει ο δεύτερος τόμος της σειράς που εκδόθηκε υπό τη διεύθυνση του Jean-Claude Cheynet. Η περίοδος 1204-1453 θα αποτελέσει αντικείμενο του τρίτου τόμου, που ετοιμάζεται υπό τη διεύθυνση της Αγγελικής Λαΐου.
Χάρη στην επιστημονική πρόοδο που σημειώθηκε κυρίως στους τομείς της αρχαιολογίας, της επιγραφικής, της νομισματικής και της παπυρολογίας η γνώση μας για το Βυζάντιο εμπλουτίστηκε με πολλά νέα στοιχεία. Συνεξεταζόμενα στον τόμο αυτόν με τις παραδοσιακές πηγές προσφέρουν μια νέα, εμπεριστατωμένη σύνθεση της στρατιωτικο-πολιτικής, θρησκευτικής, πολιτιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του Βυζαντίου.Τέσσερα κεφάλαια αφιερώνονται αντίστοιχα στη μελέτη των τεσσάρων μεγάλων επαρχιών του Βυζαντίου (Ιλλυρικό, Μικρά Ασία, Συρία-Παλαιστίνη, Αίγυπτος), καινοτόμος επιλογή που επιτρέπει στον χρήστη του εγχειριδίου να συλλάβει την πολυπλοκότητα του βυζαντινού κόσμου. Πέρα από τα απλοϊκά στερεότυπα περί «παρακμής» και συγκεντρωτικού συστήματος, εμφανίζονται εδώ εναργέστερα τα αίτια της ευημερίας της ρωμαϊκής Ανατολής αλλά και της σταδιακής υποχώρησής της από το 550 και μετά.