Ήταν κάποτε ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα, ο οποίος πίστευε ότι τίποτα δεν ήταν πολυτιμότερο από το χρυσάφι. Λάτρευε το απαλό κίτρινο χρώμα και το βάρος του χρυσού. Ο ήχος των χρυσών νομισμάτων όταν έπεφταν στο δερμάτινο πουγκί του ήταν για εκείνον πιο γλυκός κι από την ωραιότερη μουσική.
Μόνο ένα πράγμα αγαπούσε περισσότερο από το χρυσάφι ο βασιλιάς Μίδας: την κόρη του τη Ζωή.
"Ζωή μου", συνήθιζε να της λέει όταν εκείνη έπαιζε δίπλα στο θρόνο του, "κάποια μέρα θα κληρονομήσεις τον πιο μεγάλο θησαυρό του κόσμου".
[...]