Ο ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΣ
(Τρεις γριές ξερακιανές, έρημες, δούλες σε ξένο τόπο, αρπαγμένες απ` τον τόπο τους, κάθουνται όξω στο χαγιάτι, κοντά μεσάνυχτα, άνοιξη, στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη, με τα μαύρα τους ρούχα, τα μαύρα τους τσεμπέρια, πες γεννήματα της νύχτας, φαντάσματα. Δεν κοιτάνε τη θάλασσα. Μήτε τ` αστέρια. Λίγο λίγο αρχίζουν να μιλάνε, αργά, σα να ξέχασαν και τα λόγια, σαν μόλις τώρα να τα ξαναθυμήθηκαν, και ατ κρατάν κάτου απ` τη γλώσσα τους, τα γεύουνται μαζί με το σάλιο τους και δεν ξέρουν αν είναι αυτά ή άλλα. [...])