Δε χρειάστηκε να ταπεινωθώ περισσότερες από δυο φορές με την άχαρη δουλειά του κατασκόπου. Στάθηκαν αρκετές να με διαβεβαιώσουν για το σκοπό των περιπάτων του αφέντη και για τη μυστική πηγή της ικανοποίησής του. Εδώ βρισκόταν η ερωμένη του: το μίσος του χάριζε τα γεμάτα υγεία χρώματά του κι όχι, καθόλου, ο έρωτας. Η ανακάλυψη θα ανακούφιζε ίσως κάποιους ηθικολόγους· ομολογώ ότι εμένα μου έκανε κάκιστη εντύπωση. Είδα ότι η κατάσταση αυτή ανάμεσα σε δύο αδέλφια δεν ήταν απλώς από μόνη της απεχθής, αλλά και εγκυμονούσε την πιθανότητα χειρότερων δεινών και άρχισα, όποτε το επέτρεπε η απασχόλησή μου, να ακολουθώ πιο σύντομο δρόμο για να παραβρίσκομαι στη συνάντησή τους. Και κάποια μέρα, που έφθασα στο σημείο κάπως αργά, διαπίστωσα ξαφνιασμένος μια νέα εξέλιξη. Πρέπει να πω ότι στον τοίχο του σπιτιού του Άρχοντα υπήρχε ένας πάγκος όπου μπορούσαν να κάθονται οι πελάτες και να κουβεντιάζουν με το μαγαζάτορα· και εδώ βρήκα καθισμένο το λόρδο, να γέρνει στο μπαστούνι του και να κοιτά με ύφος ευχάριστο τη θέα στον κόλπο. Και το πολύ ένα μέτρο πιο πέρα καθόταν κι έραβε ο αδερφός του. Δε μιλούσε κανείς τους: ούτε και ο λόρδος έριχνε στον εχθρό του έστω και μια ματιά. Φαντάζομαι ότι απλώς από κοντά χαιρόταν ακόμα περισσότερο την ταπείνωσή του· και, χωρίς αμφιβολία, γευόταν με πάθος τις μισητές του χαρές.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]