Στο γέρμα της ζωής του, ο Ίψεν γυρίζει οριστικά στην πατρίδα του, ύστερ’ από 25άχρονη διαμονή στην Ιταλία και τη Γερμανία. Είχε περάσει πια τα 60, και τα τελευταία έργα που θα γράψει στην πατρική του γη έχουν έντονα τον χαρακτήρα της αυτοπροσωπογραφίας και του απολογισμού. Ο Σόλνες, προπάντων.
Όπως ο «αρχιμάστοράς» του, ο Ίψεν ήταν «οικοδόμος» — του θεάτρου βέβαια. Είχε κι εκείνος ξεκινήσει χτίζοντας πύργους και καμπαναριά (τα ποιητικά του δράματα, προπάντων τον Πέερ Γκυντ και τον Μπραντ), αλλά ύστερα στράφηκε στο χτίσιμο «σπιτιών για ανθρώπους» (τα ρεαλιστικά κοινωνικά του δράματα).
Όπως ο Σόλνες, φοβόταν κι ο Ίψεν την «επιδρομή των νιάτων» και την εκτόπισή του απ’ τους νεότερους συντεχνίτες... και, ταυτόχρονα, αναζητούσε στα νιάτα —στα γυναικεία νιάτα— συμμάχους και αναζωογονητές, τη «χαρά της ζωής» που έφευγε και την ανάταση που είχε στερηθεί. Της σχέσης αυτής με τα νιάτα —άγγελο σωτηρίας (που γίνεται άγγελος καταστροφής)— συμβολική προσωποποίηση, στο έργο τούτο, είναι η νεαρότατη Χίλντα Βάνγκελ.