`Καμιά φορά, όταν ήμασταν έξω, ήμουν βέβαιος ότι στρέφοντας απότομα το κεφάλι μου, θα τον έπιανα στα πράσα. Να στέκεται ακίνητος, βαρύς και άκαμπτος, στο διπλανό τραπέζι ή μέσα στο αυτοκίνητό του, με το τσιγάρο στο χέρι και το βλέμμα καρφωμένο πάνω της· το ίδιο βλέμμα που είχα προλάβει να αποτυπώσω χρόνια πριν στο ιατρείο μου, και το οποίο δεν θα είχε όλον αυτό τον καιρό αλλάξει στο παραμικρό. Ήταν ένα βλέμμα απέραντης αγάπης και κατανόησης, ένα βλέμμα που περιελάμβανε τον πόθο αλλά και το αντίθετό του, τον κατευνασμό. Κάτι βαθύ και πρωτογενές τους συνέδεε, κάτι στο οποίο δεν είχα, ούτε και θα είχα ποτέ, μερίδιο. Ήμουν αποκλεισμένος`. (. . .) Μια ιστορία ζήλειας και απώλειας: πως η υποψία μπορεί να σε μεταμορφώσει. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]