«Ας δω μονάχα το πρόσωπό του και θα σωθώ» είπε χωρίς αμφιβολία ο τελώνης Ζακχαίος, σκαρφαλώνοντας πάνω στη συκομουριά. Ανέβηκε σ` αυτήν, είδε και σώθηκε.
Ίσως και μεις επίσης θα σωζόμαστε, αν βλέπαμε το πρόσωπό του. Αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο. Επειδή το παράξενο πρόσωπο μοιάζει με βιβλίο που το διαβάζεις μέσα σε καθρέφτη: αυτό το βιβλίο ματαιοπονείς διαβάζοντάς το, φαίνεται πάντοτε να μην το έχεις τελειώσει, σαν να `χεις κάτι παραλήψει ή λάθος εννοήσει. Το ξαναδιαβάζεις και έχεις διαρκώς την ίδια εντύπωση, ατελείωτα. Το ίδιο συμβαίνει με το πρόσωπό του: δεν μπορείς να το δεις εντελώς. Ματαιοπονείς κοιτάζοντάς το, φαίνεται πάντοτε πως μένει κάποιο χαρακτηριστικό που δεν το παρατήρησες, που δεν το έχεις τέλεια καταλάβει. Δύο χιλιάδες χρόνια εκατομμύρια ανθρώπινα μάτια το κοιτάζουν χωρίς να το βλέπουν, και θα εξακολουθήσουν ίσως να το κοιτάζουν χωρίς να το βλέπουν ώς τη συντέλεια του χρόνου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]