Ο Χριστιανουπόλεως Αθανάσιος `τον Σταυρόν ως ζυγόν αράμενος` και `βαδίσας την στενήν και τεθλιμμένην οδόν`, υπηρέτησε τον Τριαδικό Θεό `φόβω και τρόμω τούτον θύων`, αφού πρώτα απαρνήθηκε τα του κόσμου και είλκυσε επάνω του τη Χάρη του Θεού. Σε χρόνια δύσκολα αναλώθηκε στην υπηρεσία των συνανθρώπων του και ωφέλησε πολλούς. `Ποιμαίνων και πυκτεύων και την σάρκα δουλαγωγών, τοις πάσι πάντα γέγονεν, ίνα πάντας κερδήση`. Για τη ζωή του αυτή και το έργο του ανταμείφθηκε πλούσια από τον Ουρανό και έκτοτε παραμένει θερμός μεσίτης προς τον Θεό για όλους μας. Έτσι, `στύλος νεοπαγής του Χριστού τη Εκκλησία ώφθη`, του Μεγάλου `Αθανασίου εφάμιλλος`, και είναι `το μέγα` της μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως `εκαλλώπισμα`, αφού σ` αυτής τον χώρο γεννήθηκε, ανδρώθηκε και υπήρξε ποιμένας, είναι της μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας το `στήριγμα` και ο προστάτης, αφού στους Χριστιανούς και την Κυπαρισσία βρισκόταν η κύρια έδρα της επισκοπής του `σεπτού Ιεράρχου και υπερκάλου ποιμένος`, είναι της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου ο θησαυρός ο ανεκτίμητος, αφού εκείνη κατέχει `εν κόλποις χρήμα μέγα και θείον`, `όλβον θεοδώρητον`, των `αγίων λειψάνων` του την `θήκην την μυρίπνοον`, αποτελεί, τέλος, παράδειγμα για όλους τους χριστιανούς, αφού επέδειξε `πολιτείαν ισάγγελον`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]