Ο Σίμος λατρεύει το παιχνίδι, αγαπά τους φίλους του, συνεχώς θέλει να γίνεται το δικό του. . . και θυμώνει πολύ με το όνομα που τον φωνάζει η μαμά του. Οθέλω; Οθέλω! Οθέεελω. . . Αγριεμένα, γλυκά, βαριεστημένα, απειλητικά, όπως και να τον φωνάζει η μαμά του, ο Σίμος εκνευρίζεται, θυμώνει, αλλά κυρίως δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο τον λέει έτσι. Εκείνος έχει όνομα και μάλιστα πολύ ωραίο. Γιατί η μαμά του δεν τον φωνάζει με το πραγματικό του όνομα; Ο Σίμος προσπαθεί να το ανακαλύψει ώσπου. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]